- ἀπερίοδος
- ἀπερίοδοςincomprehensiblemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απερίοδος — η, ο (Α ἀπερίοδος, ον) (λόγος, κείμενο) χωρίς περιόδους … Dictionary of Greek
ἀπερίοδον — ἀπερίοδος incomprehensible masc/fem acc sg ἀπερίοδος incomprehensible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek